Home Ποιήματα Άνθη δεν έχει η αμμουδιά... Με διέσεις, με υφέσεις κι αναιρέσεις

Με διέσεις, με υφέσεις κι αναιρέσεις

E-mail

(I)

 

 

Συνθήματα και παραστρατήματα,

μηνύματα και προβλήματα.

Εξαρτήματα κι αμαρτήματα,

αδικήματα και μυθιστορήματα…

Θύματα, θύματα, θύματα,

ιδρύματα, νυχτοπερπατήματα

και παραδείγματα…

Κρίματα, ευρήματα, αναμασήματα

και διαβήματα,

σε γυαλισμένα, ακριβοπληρωμένα

μνήματα…

Κούφια χειροκροτήματα…

Κρατώντας μανόλιες

στ’ ουρανού το μαγνάδι,

ο νήδυμός μας…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(II)

 

 

 

Κορμιά ατσαλένιων γυπαετών,

κουκουβάγιας χαμόγελα κοραλένια.

Κέρινα ομοιώματα παγετώνων,

σκορπισμένα φιλιά βραχονησίδων

και φωτιές κοιμισμένων λήθαργων.

Καλαμιές εσπερινών καλλικέλαδων,

σε σταυροδρόμια αδιέξοδα.

Αποδημητικών κροξιές

σε λιμνοθάλασσες

και δειλινού

ψίθυροι σε χειμαδιά.

Περιστέρια καθορίζουν πορείες,

νεογιλών αυτοκρατόρων…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(III)

 

 

 

 

Υπό αμφισβήτηση του ήλιου η γνώση

κι ευνουχισμένων αιώνων πορείες…

Δυσανασχετούν τα χρόνια

από την άμπωτη και την πλήμμυρα

των λεπτών,

αφήνοντας φυλακισμένες

ρίμες στοίχων,

μισόλογα

και κονιορτό,

σε αποβάθρες σταθμών.

Νεφελοβατώ, νήχομαι

και νείρομαι…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(IV)

 

 

Στους ταρσανάδες,

τα σκαριά αντιστέκονται σθεναρά,

στριγγλίζοντας χαμηλόφωνα.

Στα πλακόστρωτα της Σελήνης,

οι γοργόνες αβγατίζουν τα βρόχια

μιάς ατέλειωτης κυματογραμμής

και μιάς αφετηρίας αστάθμητης…

 

Ξενυχτισμένα μουράγια

και αυλόπορτες,

ανεμίζουν μαντήλια λευκοκίτρινα

στου ορίζοντα τ’ απόκρυφα σινιάλα,

στην αρμύρα της νιότης

και στου λογισμού τον παραλογισμό…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(V)

 

 

Χρυσοκοκκινίζει η ακρογιαλιά,

στα ερωτικά προσκλητήρια

και στα χρωματιστά

ερωτοτιτιβίσματα του Μπάτη.

 

Η Πούλια προσκαλεί

τ’ αστέρια της

στο νυφοπάζαρο τ’ ουρανού,

στης γης το λιακωτό,

στης λίμνης τον καθρέφτη

και στης ψυχής τ’ απόβραδο.

Η νεφελοκοκκυγία,

διψασμένη, ημίγυμνη,

νυσταγμένη, προσμένει…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(VI)

 

 

Η Μέδουσα φωτίζει ωκεανούς

κι αρωματίζει

Συμπληγάδες του Οδυσσέα,

γλυκαίνοντας το λαβύρινθο,

για την Ιθάκη.

 

Θερίζουν Κύκλωπες άγουρα στάχυα,

από του Διόνυσου τη σπορά

και οι Νεράιδες σκορπούν

ηλιοτρόπια,

στη γαλάζια κοιλάδα,

Για να ταΐσουν,

πεινασμένα σύννεφα κι αρούρηδες,

που άδουν στα ορυχεία

νόθων σκέψεων

και στις περιπλανήσεις τσιγγάνων

μιάς απέραντης όχθης…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(VII)

 

 

 

Διδάσκουν οι στέπες

έρωτες,

στα νούφαρα και στους κατάλευκους

κρίνους της νεροποντής.

Διδάσκουν οι κύκνοι

αλήθειες,

στο ηλιοβασίλεμα και στα όνειρα,

που επιμένουν να ονειρεύονται.

Διδάσκουν οι κεραυνοί

αξίες διαχρονικές,

στα συγγράμματα

και στις υπογραφές, οφφικιούχων…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(VIII)

 

 

 

Παραστρατήματα και συνθήματα,

προβλήματα και μηνύματα,

Αμαρτήματα κι εξαρτήματα,

μυθιστορήματα και αδικήματα…

Ιδρύματα, παραδείγματα

και θύματα…

Ευρήματα, διαβήματα

και κρίματα,

σε φθαρμένα βήματα…

Τα ίδια χειροκροτήματα…

Κρατώντας μανόλιες

στ΄ ουρανού το μαγνάδι,

ο νήδυμός μας…

 

 

 

 

 

 

 

 

(IX)

 

 

Μηρυκάζοντας η Ιστορία

τα λάθη της,

χαρίζει τις εμπειρίες της, στα νυχτολούλουδα.

Στην απεραντοσύνη του χρόνου, βιάζεται

να δοκιμάσει μεθόδους τύφλωσης

η ύλη.

Προχωρώντας απερίσκεπτα,

χωρίς φειδώ, στα χαμόγελα

των παιδιών

και στων πουλιών την ανάσα…

Τραγούδια κι ευωδίες,

χειροκροτήματα κι επευφημίες.

Έρωτας, σιγανοψιχάλισμα,

τρύγος και σφιχταγκάλιασμα.

Χαμόγελα, λιθοβολισμοί,

πύρινοι λόγοι και αγιασμοί.

Φάμπρικες και ψωμάκι ξερό,

μάνικες και φωτιά στον καιρό…

 

 

 

 

 

 

 

(X)

 

 

Κόκκινες αρκούδες,

χορεύουν ασταμάτητα,

κάτω απ’ τα βλέμματα των αμνών,

χτυπώντας άρυθμα

τα χρονόμετρα, καιροσκόποι των ερήμων.

Στις «οάσεις» των λεωφόρων,

συνωστίζονται άμορφες λαμαρίνες,

ανούσιες ταχύτητες

και μοναχικοί καβαλάρηδες.

Στο τέρμα του δρόμου

βαθύ το σκοτάδι,

το ψύχος βαρύ…

Η φρίκη, η δυσωδία και ο πόνος

παραφυλάνε τους ευάλωτους,

στις χωματερές του μυαλού,

στης λήθης τα καλντερίμια…

 

 

 

 

 

 

 

(XI)

 

 

Μουχλιασμένα βιβλία

και τόμοι ανύπαρκτοι,

στα τηλεδικεία, στης ψυχής το κουρέλιασμα

και στης αγραμματοσύνης την μπόχα.

Δικαστές με σανδάλια,

ξεθωριασμένους χιτώνες,

καλαμιών καβαλάρηδες,

αγωνιούν.

Αγωνιούν για το απροσπέλαστο,

σαθρό,

παλάτι των επιδιώξεων τους.

Αγωνιούν για το μέλλον

και το παρόν τους το άχαρο.

Αγωνιούν για τις αϋπνίες

των ονείρων τους,

για το βαθύ ύπνο

και τη νάρκωση, “του δούναι και λαβείν”

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(XII)

 

 

 

Φυγαδεύω τα όνειρά μου

σε χώρους ευφάνταστους, ονειρικούς.

Τις απορίες μου ταξιδεύω,

σ’ άγνωστους κόσμους,

σε δρομολόγια μακρυνά.

Στην ομίχλη διαλέγω,

σπίθες που καρτερούν,

ηλιαχτίδες που επιμένουν.

Στα λιμάνια δεν περιμένω

ναυαγούς και σωσίβια.

Οι πελαργοί χάθηκαν στα ναρκοπαίδεια

κι οι ελπίδες φυλακίστηκαν,

στα νάυλον είδωλα…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(XIII)

 

 

Οι καμπάνες ξυπνούν ηλεκτρονικά,

ναρκώνοντας τις αισθήσεις

σε μοναχικούς εσπερινούς

και σε άχαρους έρωτες.

Ακατήχητους, ανίσκιωτους, άκοσμους

άκομψους, άχαρους, αχρείαστους, αθέατους.

Αδίστακτους, ανίκανους, άγριους, άλαλους,

αλιβάνιστους, αλίμενους, αντίχριστους,

άλυπους, άπιστους, αμαυρούς, ασεβέστατους.

Αλητήριους, αμελητέους, αμάζευτους,

αμαρτωλούς, ανάγωγους, αστόλιστους,

άχρωμους, άοσμους,

ανέραστους,

αρχολίπαρους…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(XIV)

 

 

Γλυκοχαράζει και φωτίζονται ανεξίτηλα,

οι απρόδοτοι έρωτες.

Απροσπέραστοι, απροσμάχητοι,

απροσκύνητοι, απυρπόλητοι,

αβάσκαντοι, άβατοι, αναμορφωτές.

Ανθόσπαρτοι, ανθόστρωτοι,

ανθοφόροι, αγονάτιστοι, αειθαλείς,

αεικίνητοι, ασταύρωτοι, αετόμορφοι,

αδώρητοι, αστροφώτιστοι,

αέναοι, αξιαγάπητοι.

Αδυνάστευτοι, αδούλωτοι,

ασκανδάλιστοι, ασκοτείνιαστοι,

ασκόρπιστοι, αστραπόμορφοι,

αγιασμένοι, ακταιωροί,

αναμάρτητοι…

 

 

 

 

 

 

 

 

(XV)

 

 

 

Στα ιπποδρόμια τ’ ουρανού

καλπάζουν ανυπάκοα άλογα,

με Αμαζώνες αναβάτριες.

Σε χρώματα κι αρώματα,

σε κάλλη κι ομορφιές,

βασιλεύουν τα ματόκλαδα

της Κίρκης.

Έκλεψαν οι μέλισσες

το μαγικό της ραβδάκι

και το μετάλλαξαν

σε μέλι και βάλσαμο,

για να ξεδιψούν οι οδοιπόροι

και της γης

οι ονειροπόλοι…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(XVI)

 

 

 

Με το κερί της γύρης

και το μειδίαμα της απόσταξης,

φωτίζουν στις κούνιες

ψυχές αθώες,

για να μυηθούν στις διαδρομές τους.

Φωτίζουν το σεργιάνι της νύχτας

για να μη φοβηθεί απ’ το σκοτάδι,

για να μη χαθεί στους δρόμους για την αυγή.

Για να μην αλλάξει πορεία,

στις αλάνες και στα καπηλιά,

η φαντασία μας,

το χαμόγελό μας,

των ονείρων μας η προσμονή…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(XVII)

 

 

 

Κραυγές απ’ το σύμπαν

αγγίζουν νεκρές φωτιές,

του παρόντος και του μέλλοντος

πυρκαγιές,

χωρίς λάμψη, δίχως λάβα.

Αγγίζουν ολοζώντανες στάχτες,

απ’ το παρελθόν,

στα υπόγεια παλάτια της γης,

από του Ήφαιστου τις παλάμες…

Αγγίζουν τη μαγεία της ζωής,

στις κορυφές του Ολύμπου,

στην οροσειρά του Ταϋγέτου

και στου Ψηλορείτη

τους σταυραετούς…

 

 

 

 

 

 

 

 

(XVIII)

 

Αγγίζουν τη μοναδικότητα

των Μετεώρων,

αγγίζουν τ’ αγιάσματα

της Αθωνικής πολιτείας,

στο περιβόλι της Παναγίας…

Στο κάλλος του Παρθενώνα,

στην ομορφιά του Ερμή,

στου Σωκράτη τη σοφία,

στην καυστικότητα του Αριστοφάνη.

Αγγίζουν στην προσφορά

του Ιπποκράτη…

Αγγίζουν στη λεβεντιά

του Χριστού…